Κλιμάκωση στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: κλιμάκωση, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ескалација, ескалацијата, ескалирање, ескалација на, на ескалација
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κλιμάκωση
κλιμάκωση γενικού βαθμού πρόσβασης 2013, κλιμάκωση βαθμού πρόσβασης 2012, κλιμάκωση γενικού βαθμού πρόσβασης 2012, κλιμάκωση συνώνυμο, κλιμάκωση βαθμού πρόσβασης 2011, κλιμάκωση λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, κλιμάκωση στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- κλητεύω στα σλαβομακεδονικά - покана за на суд, судски налог, налогот, налог
- κλικ στα σλαβομακεδονικά - клик, кликнете, кликнете на, кликни, клик на
- κλιμακώνομαι στα σλαβομακεδονικά - ескалира, ескалираше
- κλινική στα σλαβομακεδονικά - клиника, клиниката, амбуланта, клиниката за, клиника за
Τυχαίες λέξεις
Κλιμάκωση στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: ескалација, ескалацијата, ескалирање, ескалација на, на ескалација
Μεταφράσεις: ескалација, ескалацијата, ескалирање, ескалација на, на ескалација