Οντότητα στα βουλγαρικά
Μετάφραση: οντότητα, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
единица, образувание, субект, Предприятието
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οντότητα
οντότητα συνώνυμα, σιωνιστική οντότητα, σκοτεινή οντότητα, νομική οντότητα, πολιτική οντότητα, οντότητα λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, οντότητα στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- ονομαστός στα βουλγαρικά - известен, прочут, известния, известната, известният
- ονοματολογία στα βουλγαρικά - номенклатура, номенклатурата, номенклатура на, номенклатурата на
- οξείδιο στα βουλγαρικά - оксид, окис, оксиди
- οξικός στα βουλγαρικά - оцетен, оцетна, оцетната, с оцетна, на оцетна
Τυχαίες λέξεις
Οντότητα στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: единица, образувание, субект, Предприятието
Μεταφράσεις: единица, образувание, субект, Предприятието