Οντότητα στα δανικά
Μετάφραση: οντότητα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
enhed, virksomhed, virksomheden, enheder
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οντότητα
οντότητα συνώνυμα, σιωνιστική οντότητα, σκοτεινή οντότητα, νομική οντότητα, πολιτική οντότητα, οντότητα λεξικό γλώσσας δανικά, οντότητα στα δανικά
Μεταφράσεις
- ονομαστός στα δανικά - berømt, berømte, kendt, kendte
- ονοματολογία στα δανικά - nomenklatur, nomenklaturen, kontoplan
- οξείδιο στα δανικά - oxid, oxide, oxidet
- οξικός στα δανικά - eddikesyre, eddike-, acetic, eddikesyreanhydrid, eddi-
Τυχαίες λέξεις
Οντότητα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: enhed, virksomhed, virksomheden, enheder
Μεταφράσεις: enhed, virksomhed, virksomheden, enheder