Οντότητα στα ιταλικά
Μετάφραση: οντότητα, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
essenza, entità, ente, un'entità, soggetto, dell'entità
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οντότητα
οντότητα συνώνυμα, σιωνιστική οντότητα, σκοτεινή οντότητα, νομική οντότητα, πολιτική οντότητα, οντότητα λεξικό γλώσσας ιταλικά, οντότητα στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- ονομαστός στα ιταλικά - famoso, celebre, famosa, famosi, famose
- ονοματολογία στα ιταλικά - nomenclatura, nomenclatura dei, nomenclatura di, della nomenclatura, nomenclatura delle
- οξείδιο στα ιταλικά - ossido, ossido di, di ossido, di ossido di, l'ossido
- οξικός στα ιταλικά - acetico, acetica, acetico al, acido acetico
Τυχαίες λέξεις
Οντότητα στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: essenza, entità, ente, un'entità, soggetto, dell'entità
Μεταφράσεις: essenza, entità, ente, un'entità, soggetto, dell'entità