Οντότητα στα ολλανδικά
Μετάφραση: οντότητα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wezen, geheel, entiteit, dienst, eenheid
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οντότητα
οντότητα συνώνυμα, σιωνιστική οντότητα, σκοτεινή οντότητα, νομική οντότητα, πολιτική οντότητα, οντότητα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, οντότητα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ονομαστός στα ολλανδικά - beroemd, beroemde, bekende, bekend, de beroemde
- ονοματολογία στα ολλανδικά - nomenclatuur, nomenclatuur van, de nomenclatuur
- οξείδιο στα ολλανδικά - oxyde, oxide, leenoxide
- οξικός στα ολλανδικά - azijnzuur, azijn-, azijnzuuranhydride, azijn, azijnzuur-
Τυχαίες λέξεις
Οντότητα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: wezen, geheel, entiteit, dienst, eenheid
Μεταφράσεις: wezen, geheel, entiteit, dienst, eenheid