Οντότητα στα σουηδικά
Μετάφραση: οντότητα, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
enhet, enheten, företag, företaget, person
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οντότητα
οντότητα συνώνυμα, σιωνιστική οντότητα, σκοτεινή οντότητα, νομική οντότητα, πολιτική οντότητα, οντότητα λεξικό γλώσσας σουηδικά, οντότητα στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- ονομαστός στα σουηδικά - känd, kända, berömda, berömd
- ονοματολογία στα σουηδικά - nomenklatur, nomenklaturen, kontoplanen
- οξείδιο στα σουηδικά - oxid, oxiden
- οξικός στα σουηδικά - ättiksyra, ättik, ättik-, ättiksyraanhydrid
Τυχαίες λέξεις
Οντότητα στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: enhet, enheten, företag, företaget, person
Μεταφράσεις: enhet, enheten, företag, företaget, person