Πεπαλαιωμένος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: πεπαλαιωμένος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
износени, износена, непригоден, износила, стане непригоден
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πεπαλαιωμένος
πεπαλαιωμένος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, πεπαλαιωμένος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- πεντάδα στα βουλγαρικά - квинтет, пет, петте, и петте, и пет, от пет
- πεντηκοστός στα βουλγαρικά - петдесети, петдесетата, петдесетия, петдесета
- πεπερασμένος στα βουλγαρικά - ограничен, краен, крайни, крайно, определен
- πεποίθηση στα βουλγαρικά - вера, осъждане, убеждение, присъда, убеждението
Τυχαίες λέξεις
Πεπαλαιωμένος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: износени, износена, непригоден, износила, стане непригоден
Μεταφράσεις: износени, износена, непригоден, износила, стане непригоден