Πεπαλαιωμένος στα ρουμανικά
Μετάφραση: πεπαλαιωμένος, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
uzat, uzate, uzată, obosiți, foarte obosiți
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πεπαλαιωμένος
πεπαλαιωμένος λεξικό γλώσσας ρουμανικά, πεπαλαιωμένος στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- πεντάδα στα ρουμανικά - cinci, Five, un Five, din cinci, de cinci
- πεντηκοστός στα ρουμανικά - cincizecilea, cincizecea, a cincizecea, cincizeci, al cincizecilea
- πεπερασμένος στα ρουμανικά - finit, finite, finită, finita, limitată
- πεποίθηση στα ρουμανικά - impresie, convingere, condamnare, convingerea, condamnarea, condamnări
Τυχαίες λέξεις
Πεπαλαιωμένος στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: uzat, uzate, uzată, obosiți, foarte obosiți
Μεταφράσεις: uzat, uzate, uzată, obosiți, foarte obosiți