Πεπαλαιωμένος στα γαλλικά
Μετάφραση: πεπαλαιωμένος, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
vieux, démodé, suranné, antique, vieillot, épuisé, usé, usés, usée, usées
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πεπαλαιωμένος
πεπαλαιωμένος λεξικό γλώσσας γαλλικά, πεπαλαιωμένος στα γαλλικά
Μεταφράσεις
- πεντάδα στα γαλλικά - quintette, cinq, de cinq, cinq ans, à cinq, cinquième
- πεντηκοστός στα γαλλικά - cinquantième, cinquantenaire, cinquante
- πεπερασμένος στα γαλλικά - fini, final, terminal, finie, finis, limitée, finies
- πεποίθηση στα γαλλικά - idée, persuasion, condamnation, conviction, avis, impression, confiance, ...
Τυχαίες λέξεις
Πεπαλαιωμένος στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: vieux, démodé, suranné, antique, vieillot, épuisé, usé, usés, usée, usées
Μεταφράσεις: vieux, démodé, suranné, antique, vieillot, épuisé, usé, usés, usée, usées