Πεπαλαιωμένος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: πεπαλαιωμένος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
desgastado, cansados, desgastada, desgastados, cansados out
Πεπαλαιωμένος στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πεπαλαιωμένος

πεπαλαιωμένος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, πεπαλαιωμένος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • πεντάδα στα πορτογαλικά - cinco, de cinco, cinco anos
  • πεντηκοστός στα πορτογαλικά - quinta, quinto, quinquagésima, quinquagésimo, fiftieth, qüinquagésimo, cinqüenta, ...
  • πεπερασμένος στα πορτογαλικά - finito, finita, finitos, finitas, limitado
  • πεποίθηση στα πορτογαλικά - impressão, efeito, convicção, sensação, opinião, condenação, convicção de, ...
Τυχαίες λέξεις
Πεπαλαιωμένος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: desgastado, cansados, desgastada, desgastados, cansados out