Πεπαλαιωμένος στα τούρκικα

Μετάφραση: πεπαλαιωμένος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yıpranmış, aşınmış, eskimiş, giyilen
Πεπαλαιωμένος στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πεπαλαιωμένος

πεπαλαιωμένος λεξικό γλώσσας τούρκικα, πεπαλαιωμένος στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • πεντάδα στα τούρκικα - beş
  • πεντηκοστός στα τούρκικα - ellinci, fiftieth, ellide, olarak ellinci
  • πεπερασμένος στα τούρκικα - sınırlı, sonlu, sonlu bir
  • πεποίθηση στα τούρκικα - izlenim, etki, mahkumiyet, inanç, mahkumiyetinin, mahkumiyeti, kanaat
Τυχαίες λέξεις
Πεπαλαιωμένος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: yıpranmış, aşınmış, eskimiş, giyilen