Πεπαλαιωμένος στα ισλανδικά
Μετάφραση: πεπαλαιωμένος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
borinn út, borið út, slitnir, uppgefnir, sér gengin
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πεπαλαιωμένος
πεπαλαιωμένος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, πεπαλαιωμένος στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- πεντάδα στα ισλανδικά - fimm, og fimm
- πεντηκοστός στα ισλανδικά - fimmtugasta, hið fimmtugasta, fimmtugasta skiptið
- πεπερασμένος στα ισλανδικά - endanlegt, tímabundið, endanlega, endanleg, endanlegri
- πεποίθηση στα ισλανδικά - trú, sannfæring, sannfæringu, sakfellingar, sakfelling, með sakfellingu
Τυχαίες λέξεις
Πεπαλαιωμένος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: borinn út, borið út, slitnir, uppgefnir, sér gengin
Μεταφράσεις: borinn út, borið út, slitnir, uppgefnir, sér gengin