Πεπαλαιωμένος στα δανικά
Μετάφραση: πεπαλαιωμένος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
slidte, slidt, opslidte, slidt op, nedslidt ud
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πεπαλαιωμένος
πεπαλαιωμένος λεξικό γλώσσας δανικά, πεπαλαιωμένος στα δανικά
Μεταφράσεις
- πεντάδα στα δανικά - fem, på fem
- πεντηκοστός στα δανικά - halvtredsindstyvende, halvtredsindstyvendedel
- πεπερασμένος στα δανικά - finite, begrænset, endelig, endeligt, begrænsede
- πεποίθηση στα δανικά - tro, overbevisning, overbevisning om, overbevist, domfældelse
Τυχαίες λέξεις
Πεπαλαιωμένος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: slidte, slidt, opslidte, slidt op, nedslidt ud
Μεταφράσεις: slidte, slidt, opslidte, slidt op, nedslidt ud