Πεπαλαιωμένος στα εσθονικά

Μετάφραση: πεπαλαιωμένος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vanamoeline, kulunud, vananenud, amortiseerunud, kurnatud, vanaks
Πεπαλαιωμένος στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πεπαλαιωμένος

πεπαλαιωμένος λεξικό γλώσσας εσθονικά, πεπαλαιωμένος στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • πεντάδα στα εσθονικά - kvintett, viis, viie, viiest, viieks, viit
  • πεντηκοστός στα εσθονικά - viiekümnes, viiekümnendat, viiekümnenda, viiekümnendik, viiekümnendal
  • πεπερασμένος στα εσθονικά - piiratud, lõplike, lõplik, lõpliku, piiritletud
  • πεποίθηση στα εσθονικά - tõekspidamine, veendumus, usk, süüdimõistmine, uskumus, veendumust, süüdimõistmise
Τυχαίες λέξεις
Πεπαλαιωμένος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: vanamoeline, kulunud, vananenud, amortiseerunud, kurnatud, vanaks