Πεπαλαιωμένος στα ιταλικά
Μετάφραση: πεπαλαιωμένος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
antiquato, consumati, usurati, consumato, usurata, usurato
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πεπαλαιωμένος
πεπαλαιωμένος λεξικό γλώσσας ιταλικά, πεπαλαιωμένος στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- πεντάδα στα ιταλικά - cinque, di cinque, a cinque
- πεντηκοστός στα ιταλικά - cinquantesimo, cinquantenario, cinquantesima, cinquant'anni, il cinquantesimo
- πεπερασμένος στα ιταλικά - finito, finita, finiti, definita, limitata
- πεποίθηση στα ιταλικά - fede, condanna, convinzione, convincimento, la convinzione, convinto
Τυχαίες λέξεις
Πεπαλαιωμένος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: antiquato, consumati, usurati, consumato, usurata, usurato
Μεταφράσεις: antiquato, consumati, usurati, consumato, usurata, usurato