Πεπαλαιωμένος στα λιθουανικά
Μετάφραση: πεπαλαιωμένος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
susidėvėjęs, susidėvėję, susidėvėjo, nusidėvėję, susidėvėjusi
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πεπαλαιωμένος
πεπαλαιωμένος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, πεπαλαιωμένος στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- πεντάδα στα λιθουανικά - penki, penkerių, penkių, penkerius, penkis
- πεντηκοστός στα λιθουανικά - penkiasdešimtas, šeštojo, penkiasdešimtieji, šeštojo dešimtmečio, penkiasdešimtuosius
- πεπερασμένος στα λιθουανικά - baigtinis, ribotas, baigtinių, galutinio, ribinis
- πεποίθηση στα λιθουανικά - įspūdis, tikėjimas, įsitikinimas, apkaltinamasis nuosprendis, įsitikinimu
Τυχαίες λέξεις
Πεπαλαιωμένος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: susidėvėjęs, susidėvėję, susidėvėjo, nusidėvėję, susidėvėjusi
Μεταφράσεις: susidėvėjęs, susidėvėję, susidėvėjo, nusidėvėję, susidėvėjusi