Πεπαλαιωμένος στα ουκρανικά
Μετάφραση: πεπαλαιωμένος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
застарілий, старомодний, зношений
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πεπαλαιωμένος
πεπαλαιωμένος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, πεπαλαιωμένος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- πεντάδα στα ουκρανικά - квінтесенції, п'ять, п`ять, п'ятеро
- πεντηκοστός στα ουκρανικά - п'ятдесятий, п'ятидесятий, п'ятидесята, п'ятидесятим, п'ятидесяте
- πεπερασμένος στα ουκρανικά - обмежений, кінцевий
- πεποίθηση στα ουκρανικά - переконаність, судимість, довіра, думка, засудження, переконання, віра
Τυχαίες λέξεις
Πεπαλαιωμένος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: застарілий, старомодний, зношений
Μεταφράσεις: застарілий, старомодний, зношений