Πεπαλαιωμένος στα ολλανδικά
Μετάφραση: πεπαλαιωμένος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
versleten, uitgeput, versleten is, versleten zijn, uitgeputte
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πεπαλαιωμένος
πεπαλαιωμένος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πεπαλαιωμένος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- πεντάδα στα ολλανδικά - vijf, van vijf, de vijf
- πεντηκοστός στα ολλανδικά - vijftigste, vijftig, vijftigjarig, de vijftigste, vijftigjarige
- πεπερασμένος στα ολλανδικά - eindige, eindig, finite, beperkte
- πεποίθηση στα ολλανδικά - leerstelling, afdruk, overtuiging, impressie, leerstuk, indruk, effect, ...
Τυχαίες λέξεις
Πεπαλαιωμένος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: versleten, uitgeput, versleten is, versleten zijn, uitgeputte
Μεταφράσεις: versleten, uitgeput, versleten is, versleten zijn, uitgeputte