Ατσαλένιος στα γαλλικά

Μετάφραση: ατσαλένιος, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
aciéreux, acérain, épée, acier, paquebot, un, une, d'un, d'une, a
Ατσαλένιος στα γαλλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ατσαλένιος

πο ατσαλένιος, ατσαλένιος - τράχωνες, ατσαλένιος αετός, ατσαλένιος λεξικό γλώσσας γαλλικά, ατσαλένιος στα γαλλικά

Μεταφράσεις

  • ατροφία στα γαλλικά - atrophie, atrophiez, atrophient, fading, s'atrophier, atrophier, atrophions, ...
  • ατσάλι στα γαλλικά - aciéreux, acier, épée, acérain, paquebot, en acier, l'acier, ...
  • ατυχής στα γαλλικά - regrettable, déplorable, malheureux, malheureuse, dommage, infortuné
  • ατυχία στα γαλλικά - tourment, malchance, inquiéter, anxiété, chagriner, affliction, douleur, ...
Τυχαίες λέξεις
Ατσαλένιος στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: aciéreux, acérain, épée, acier, paquebot, un, une, d'un, d'une, a