Ατσαλένιος στα ιταλικά
Μετάφραση: ατσαλένιος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
acciaio, un acciaio, in acciaio, un acciaio di, un acciaio al
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ατσαλένιος
πο ατσαλένιος, ατσαλένιος - τράχωνες, ατσαλένιος αετός, ατσαλένιος λεξικό γλώσσας ιταλικά, ατσαλένιος στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- ατροφία στα ιταλικά - scomparsa, atrofia, l'atrofia, atrofia del, atrophy, un'atrofia
- ατσάλι στα ιταλικά - acciaio, in acciaio, inox, inossidabile, di acciaio
- ατυχής στα ιταλικά - spiacevole, sfortunato, sfortunata, infelice, un peccato
- ατυχία στα ιταλικά - sofferenza, patimento, sfortuna, disgrazia, sventura, disgrazie, la sfortuna
Τυχαίες λέξεις
Ατσαλένιος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: acciaio, un acciaio, in acciaio, un acciaio di, un acciaio al
Μεταφράσεις: acciaio, un acciaio, in acciaio, un acciaio di, un acciaio al