Ατσαλένιος στα γερμανικά
Μετάφραση: ατσαλένιος, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schwert, ein Stahl, eine Stahl, Stahl
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ατσαλένιος
πο ατσαλένιος, ατσαλένιος - τράχωνες, ατσαλένιος αετός, ατσαλένιος λεξικό γλώσσας γερμανικά, ατσαλένιος στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- ατροφία στα γερμανικά - gewebsschwund, schwund, atrophie, verkümmerung, Atrophie, verkümmern, Verkümmerung, ...
- ατσάλι στα γερμανικά - schwert, Stahl, Edelstahl
- ατυχής στα γερμανικά - bedauerlich, unglücklich, unglückliche, unglücklichen
- ατυχία στα γερμανικά - qual, pfändung, not, notlage, elend, leiden, bedrängnis, ...
Τυχαίες λέξεις
Ατσαλένιος στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: schwert, ein Stahl, eine Stahl, Stahl
Μεταφράσεις: schwert, ein Stahl, eine Stahl, Stahl