Ατσαλένιος στα ουγγρικά

Μετάφραση: ατσαλένιος, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
acél, egy acél, az acél, acélból, acélipari
Ατσαλένιος στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ατσαλένιος

πο ατσαλένιος, ατσαλένιος - τράχωνες, ατσαλένιος αετός, ατσαλένιος λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ατσαλένιος στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • ατροφία στα ουγγρικά - sorvadás, elcsökevényesedés, atrófia, atrophia, sorvadása, atrófiát
  • ατσάλι στα ουγγρικά - acél, acélból, acélból készült, acélipari, steel
  • ατυχής στα ουγγρικά - sajnálatos, szerencsétlen, szerencsés, a szerencsétlen
  • ατυχία στα ουγγρικά - végszükség, végveszély, meggyötörtség, foglalás, nyomorúság, végkimerülés, kimerülés, ...
Τυχαίες λέξεις
Ατσαλένιος στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: acél, egy acél, az acél, acélból, acélipari