Ατσαλένιος στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: ατσαλένιος, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
челикот, челична, челик, челичен, на челик, челични
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ατσαλένιος
πο ατσαλένιος, ατσαλένιος - τράχωνες, ατσαλένιος αετός, ατσαλένιος λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, ατσαλένιος στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- ατροφία στα σλαβομακεδονικά - атрофија, атрофија на, атрофијата
- ατσάλι στα σλαβομακεδονικά - челикот, челик, челична, челични, челичната
- ατυχής στα σλαβομακεδονικά - несреќна, жално, несреќен, несреќно, За жал
- ατυχία στα σλαβομακεδονικά - несреќа, несреќата, несреќи, несреќите
Τυχαίες λέξεις
Ατσαλένιος στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: челикот, челична, челик, челичен, на челик, челични
Μεταφράσεις: челикот, челична, челик, челичен, на челик, челични