Ατσαλένιος στα δανικά
Μετάφραση: ατσαλένιος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
stål, en stål, en jern- og, en jern-
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ατσαλένιος
πο ατσαλένιος, ατσαλένιος - τράχωνες, ατσαλένιος αετός, ατσαλένιος λεξικό γλώσσας δανικά, ατσαλένιος στα δανικά
Μεταφράσεις
- ατροφία στα δανικά - atrofi, atrofi af, svind
- ατσάλι στα δανικά - stål, jern-, jern- og, af stål
- ατυχής στα δανικά - uheldigt, uheldige, uheldig, ulykkelige
- ατυχία στα δανικά - lidelse, ulykke, uheldige, uheldig, så uheldige, uheld
Τυχαίες λέξεις
Ατσαλένιος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: stål, en stål, en jern- og, en jern-
Μεταφράσεις: stål, en stål, en jern- og, en jern-