Ατσαλένιος στα ισλανδικά
Μετάφραση: ατσαλένιος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stál
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ατσαλένιος
πο ατσαλένιος, ατσαλένιος - τράχωνες, ατσαλένιος αετός, ατσαλένιος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ατσαλένιος στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- ατροφία στα ισλανδικά - rýrnun, visnun
- ατσάλι στα ισλανδικά - stál, stáli, úr stáli
- ατυχής στα ισλανδικά - óheppilegt, óheppileg, óæskilegar, miður, illa
- ατυχία στα ισλανδικά - hryggja, ógæfa, ógæfu, óláni
Τυχαίες λέξεις
Ατσαλένιος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: stál
Μεταφράσεις: stál