Ατσαλένιος στα τσεχικά
Μετάφραση: ατσαλένιος, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ocelový
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ατσαλένιος
πο ατσαλένιος, ατσαλένιος - τράχωνες, ατσαλένιος αετός, ατσαλένιος λεξικό γλώσσας τσεχικά, ατσαλένιος στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- ατροφία στα τσεχικά - zakrňování, zakrnění, atrofie, atrofii, atrofií, k atrofii
- ατσάλι στα τσεχικά - ocelový, ocel, oceli, ocelové, ocelová
- ατυχής στα τσεχικά - politováníhodný, nešťastný, nešťastné, nešťastná, politováníhodné
- ατυχία στα τσεχικά - utrpení, nouze, úzkost, neštěstí, obtěžovat, zármutek, tíseň, ...
Τυχαίες λέξεις
Ατσαλένιος στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: ocelový
Μεταφράσεις: ocelový