Ατσαλένιος στα τούρκικα
Μετάφραση: ατσαλένιος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kılıç, çelik, çelik bir
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ατσαλένιος
πο ατσαλένιος, ατσαλένιος - τράχωνες, ατσαλένιος αετός, ατσαλένιος λεξικό γλώσσας τούρκικα, ατσαλένιος στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- ατροφία στα τούρκικα - atrofi, atrofisi, atrofisinin, atrofinin
- ατσάλι στα τούρκικα - çelik, kılıç, çelikten, çeliği
- ατυχής στα τούρκικα - şanssız, talihsiz, talihsiz bir, Talihsizlik, Talihsizlik yaşayan
- ατυχία στα τούρκικα - sıkıntı, şanssızlık, felâket, talihsizlik, talihsizliği, bir talihsizlik
Τυχαίες λέξεις
Ατσαλένιος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: kılıç, çelik, çelik bir
Μεταφράσεις: kılıç, çelik, çelik bir