Κόρη στα γαλλικά
Μετάφραση: κόρη, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fille, la fille, fille de, sa fille
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κόρη
κόρη σαμαρά, κόρη αποκαλύπτει στον μπαμπά της ότι θα γίνει παππούς (video), κόρη μπατίστα, κόρη βενιζέλου, κόρη ματιού, κόρη λεξικό γλώσσας γαλλικά, κόρη στα γαλλικά
Μεταφράσεις
- κόπωση στα γαλλικά - lassitude, courbature, fatigue, ennui, épuisement, harasser, lasser, ...
- κόρα στα γαλλικά - abaisse, effronterie, pelure, insolence, enduit, peau, écorce, ...
- κόρνα στα γαλλικά - angle, trompe, cornet, corne, klaxon, coin, sirène, ...
- κόσμημα στα γαλλικά - bijouterie, joyau, rubis, bijou, bijoux, joyau de, fleuron
Τυχαίες λέξεις
Κόρη στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: fille, la fille, fille de, sa fille
Μεταφράσεις: fille, la fille, fille de, sa fille