Κόρη στα εσθονικά

Μετάφραση: κόρη, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tütar, tütre, tütart, tütrele, tütrega
Κόρη στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κόρη

κόρη σαμαρά, κόρη αποκαλύπτει στον μπαμπά της ότι θα γίνει παππούς (video), κόρη μπατίστα, κόρη βενιζέλου, κόρη ματιού, κόρη λεξικό γλώσσας εσθονικά, κόρη στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • κόπωση στα εσθονικά - toimkond, kurnama, väsima, väsimus, väsinult, kurnatult, väsimust, ...
  • κόρα στα εσθονικά - kooruke, koorik, maakoor, kooriku, maakoore, koor
  • κόρνα στα εσθονικά - ruupor, sarv, sarvest, horn, sarvedest, sarve
  • κόσμημα στα εσθονικά - kalliskivi, juveel, Jewel, ehteks, juveeli
Τυχαίες λέξεις
Κόρη στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: tütar, tütre, tütart, tütrele, tütrega