Κόρη στα λευκορωσικά
Μετάφραση: κόρη, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дачка, дачку
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κόρη
κόρη σαμαρά, κόρη αποκαλύπτει στον μπαμπά της ότι θα γίνει παππούς (video), κόρη μπατίστα, κόρη βενιζέλου, κόρη ματιού, κόρη λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, κόρη στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- κόπωση στα λευκορωσικά - стомленасць, стома, стому, стомленасьць
- κόρα στα λευκορωσικά - кара, кора
- κόρνα στα λευκορωσικά - рог, моцнага
- κόσμημα στα λευκορωσικά - каштоўнасць
Τυχαίες λέξεις
Κόρη στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: дачка, дачку
Μεταφράσεις: дачка, дачку