Κόρη στα ρουμανικά

Μετάφραση: κόρη, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
fiică, fiica, fiicei, fata, pe fiica
Κόρη στα ρουμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κόρη

κόρη σαμαρά, κόρη αποκαλύπτει στον μπαμπά της ότι θα γίνει παππούς (video), κόρη μπατίστα, κόρη βενιζέλου, κόρη ματιού, κόρη λεξικό γλώσσας ρουμανικά, κόρη στα ρουμανικά

Μεταφράσεις

  • κόπωση στα ρουμανικά - oboseală, oboseala, oboselii, de oboseală, osteneala
  • κόρα στα ρουμανικά - insolenţă, crustă, crusta, scoarța, crustei, scoarta
  • κόρνα στα ρουμανικά - cornet, corn, cornul, claxon, corn de, coarne
  • κόσμημα στα ρουμανικά - bijuterie, odor, bijuterii, Jewel, de bijuterii, bijuteria
Τυχαίες λέξεις
Κόρη στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: fiică, fiica, fiicei, fata, pe fiica