Κόρη στα λατινικά
Μετάφραση: κόρη, Λεξικό: ελληνικά » λατινικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λατινικά
Μεταφράσεις:
filia, puella
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κόρη
κόρη σαμαρά, κόρη αποκαλύπτει στον μπαμπά της ότι θα γίνει παππούς (video), κόρη μπατίστα, κόρη βενιζέλου, κόρη ματιού, κόρη λεξικό γλώσσας λατινικά, κόρη στα λατινικά
Μεταφράσεις
- κόπωση στα λατινικά - labor, taedium
- κόρα στα λατινικά - crusta
- κόρνα στα λατινικά - cornu
Τυχαίες λέξεις
Κόρη στα λατινικά - Λεξικό: ελληνικά » λατινικά
Μεταφράσεις: filia, puella
Μεταφράσεις: filia, puella