Κόρη στα φινλανδικά

Μετάφραση: κόρη, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tytär, tyttärensä, tyttären, tyttäresi, tyttäreni
Κόρη στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κόρη

κόρη σαμαρά, κόρη αποκαλύπτει στον μπαμπά της ότι θα γίνει παππούς (video), κόρη μπατίστα, κόρη βενιζέλου, κόρη ματιού, κόρη λεξικό γλώσσας φινλανδικά, κόρη στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • κόπωση στα φινλανδικά - uupumus, uuvuttaa, väsymys, väsyttää, väsyä, väsymystä, väsymyksen, ...
  • κόρα στα φινλανδικά - hävyttömyys, rupi, kamara, hanki, julkeus, kuori, crust, ...
  • κόρνα στα φινλανδικά - sakara, tuntosarvi, torvi, sarvi, horn, sarven, käyrätorvi
  • κόσμημα στα φινλανδικά - korut, jalokivi, jalokivikoru, koru, helmi, jewel, koruja
Τυχαίες λέξεις
Κόρη στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: tytär, tyttärensä, tyttären, tyttäresi, tyttäreni