Κόρη στα τούρκικα
Μετάφραση: κόρη, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kız, kızı, kızım, kızımız, kızları
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κόρη
κόρη σαμαρά, κόρη αποκαλύπτει στον μπαμπά της ότι θα γίνει παππούς (video), κόρη μπατίστα, κόρη βενιζέλου, κόρη ματιού, κόρη λεξικό γλώσσας τούρκικα, κόρη στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- κόπωση στα τούρκικα - yormak, yorgunluk, yorgunluğu, bitkinlik, bıkkınlık, bezginlik
- κόρα στα τούρκικα - kabuk, kabuğu, crust, kabuğunun, kabuğun
- κόρνα στα τούρκικα - klakson, boynuz, borazan, horn, korna, boynuzu, düdügü
- κόσμημα στα τούρκικα - mücevher, Jewel, bir mücevher, mücevheri, Jewel of
Τυχαίες λέξεις
Κόρη στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: kız, kızı, kızım, kızımız, kızları
Μεταφράσεις: kız, kızı, kızım, kızımız, kızları