Κόρη στα ιταλικά
Μετάφραση: κόρη, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
figlia, la figlia, figlia di, figliuola
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κόρη
κόρη σαμαρά, κόρη αποκαλύπτει στον μπαμπά της ότι θα γίνει παππούς (video), κόρη μπατίστα, κόρη βενιζέλου, κόρη ματιού, κόρη λεξικό γλώσσας ιταλικά, κόρη στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- κόπωση στα ιταλικά - fatica, stanchezza, sfinitezza, la stanchezza, spossatezza, di stanchezza
- κόρα στα ιταλικά - crosta, crosta di, la crosta, della crosta, crust
- κόρνα στα ιταλικά - corno, tromba, clacson, corno di, horn
- κόσμημα στα ιταλικά - monile, gioiello, gioielli, perla, gemma, gioiello di
Τυχαίες λέξεις
Κόρη στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: figlia, la figlia, figlia di, figliuola
Μεταφράσεις: figlia, la figlia, figlia di, figliuola