Κόρη στα λιθουανικά
Μετάφραση: κόρη, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
duktė, dukra, dukters, dukterį, dukterinė
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κόρη
κόρη σαμαρά, κόρη αποκαλύπτει στον μπαμπά της ότι θα γίνει παππούς (video), κόρη μπατίστα, κόρη βενιζέλου, κόρη ματιού, κόρη λεξικό γλώσσας λιθουανικά, κόρη στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- κόπωση στα λιθουανικά - nuovargis, nuovargio jausmas, nuvarginsi, jas nuvarginsi, nuobodumas
- κόρα στα λιθουανικά - kampas, žievė, pluta, plutelė, šašas, duonos kampas
- κόρνα στα λιθουανικά - trimitas, ragelis, ragas, kornetas, ragų, rago, garsinis signalas, ...
- κόσμημα στα λιθουανικά - brangakmenis, perlas, Jewel, brangenybė, brangenybių
Τυχαίες λέξεις
Κόρη στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: duktė, dukra, dukters, dukterį, dukterinė
Μεταφράσεις: duktė, dukra, dukters, dukterį, dukterinė