Κόρη στα ισλανδικά
Μετάφραση: κόρη, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dóttir, dóttur, dóttirin
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κόρη
κόρη σαμαρά, κόρη αποκαλύπτει στον μπαμπά της ότι θα γίνει παππούς (video), κόρη μπατίστα, κόρη βενιζέλου, κόρη ματιού, κόρη λεξικό γλώσσας ισλανδικά, κόρη στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- κόπωση στα ισλανδικά - þreyta, þreytu, þreytu þegar, húðútbrot
- κόρα στα ισλανδικά - skorpu, jarðskorpan, jarðskorpuna, lausnarskurnin
- κόρνα στα ισλανδικά - horn, flauta, hornið, Horn, Horns, hornit
- κόσμημα στα ισλανδικά - Jewel, gimsteinn, skar
Τυχαίες λέξεις
Κόρη στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: dóttir, dóttur, dóttirin
Μεταφράσεις: dóttir, dóttur, dóttirin