Τσιγαρίζω στα γαλλικά
Μετάφραση: τσιγαρίζω, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sifflement, Saute, faire revenir, sauter, faire sauter
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τσιγαρίζω
τσιγαρίζω ετυμολογία, τσιγαρίζω στα αγγλικά, τσιγαρίζω λεξικό γλώσσας γαλλικά, τσιγαρίζω στα γαλλικά
Μεταφράσεις
- τσεκούρι στα γαλλικά - tailler, ébrancher, hache, cognée, ax, axe, la hache
- τσιγάρο στα γαλλικά - éreinter, sèche, cigarette, travailler, homosexuel, cigarettes, cigare, ...
- τσιγκλώ στα γαλλικά - pousser, mettre, sac, fouiller, frapper, tisonner, stocker, ...
- τσιγκουνεύομαι στα γαλλικά - réduction, restreindre, borner, respecter, restriction, ménager, délimiter, ...
Τυχαίες λέξεις
Τσιγαρίζω στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: sifflement, Saute, faire revenir, sauter, faire sauter
Μεταφράσεις: sifflement, Saute, faire revenir, sauter, faire sauter