Τσιγαρίζω στα λευκορωσικά

Μετάφραση: τσιγαρίζω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
соце
Τσιγαρίζω στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τσιγαρίζω

τσιγαρίζω ετυμολογία, τσιγαρίζω στα αγγλικά, τσιγαρίζω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, τσιγαρίζω στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • τσεκούρι στα λευκορωσικά - сякера, сякеру, тапор, топор
  • τσιγάρο στα λευκορωσικά - працаваць, цыгарэта, цыгарэту, цыгарэты
  • τσιγκλώ στα λευκορωσικά - мяшок, Ciglane
  • τσιγκουνεύομαι στα λευκορωσικά - абмежаванне, абмежаваньне, абмежаванні
Τυχαίες λέξεις
Τσιγαρίζω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: соце