Τσιγαρίζω στα δανικά

Μετάφραση: τσιγαρίζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
saute, sauter, petersfisk
Τσιγαρίζω στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τσιγαρίζω

τσιγαρίζω ετυμολογία, τσιγαρίζω στα αγγλικά, τσιγαρίζω λεξικό γλώσσας δανικά, τσιγαρίζω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • τσεκούρι στα δανικά - økse, ax, øksen, axe
  • τσιγάρο στα δανικά - cigaret, cigaretter, cigaretten, af cigaretter
  • τσιγκλώ στα δανικά - Ciglane
  • τσιγκουνεύομαι στα δανικά - tørn, stint
Τυχαίες λέξεις
Τσιγαρίζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: saute, sauter, petersfisk