Τσιγαρίζω στα ουγγρικά
Μετάφραση: τσιγαρίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
pirított, Saute, a Saute
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τσιγαρίζω
τσιγαρίζω ετυμολογία, τσιγαρίζω στα αγγλικά, τσιγαρίζω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, τσιγαρίζω στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- τσεκούρι στα ουγγρικά - létszámcsökkentés, leépítés, fejsze, balta, AX, fejszét, axe
- τσιγάρο στα ουγγρικά - cigi, meleg, cigaretta, cigarettát, cigarettára, cigarettacsempészet, a cigaretta
- τσιγκλώ στα ουγγρικά - Ciglane
- τσιγκουνεύομαι στα ουγγρικά - megszorítás, megszorít, etapban, kitérő
Τυχαίες λέξεις
Τσιγαρίζω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: pirított, Saute, a Saute
Μεταφράσεις: pirított, Saute, a Saute