Τσιγαρίζω στα γερμανικά
Μετάφραση: τσιγαρίζω, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
profilzischen, anbraten, Saute, braten, braten Sie
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τσιγαρίζω
τσιγαρίζω ετυμολογία, τσιγαρίζω στα αγγλικά, τσιγαρίζω λεξικό γλώσσας γερμανικά, τσιγαρίζω στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- τσεκούρι στα γερμανικά - beil, axt, Axt, Beil, ax, axe
- τσιγάρο στα γερμανικά - kippe, arbeiten, schwuler, ermüden, tunte, schwuchtel, plackerei, ...
- τσιγκλώ στα γερμανικά - schlag, schlagen, prügeln, sack, Ciglane
- τσιγκουνεύομαι στα γερμανικά - arbeit, aufgabe, pensum, strandläufer, sparen, Stint, Pensum, ...
Τυχαίες λέξεις
Τσιγαρίζω στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: profilzischen, anbraten, Saute, braten, braten Sie
Μεταφράσεις: profilzischen, anbraten, Saute, braten, braten Sie