Τσιγαρίζω στα λιθουανικά

Μετάφραση: τσιγαρίζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pakepinti, saute, Sauté
Τσιγαρίζω στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τσιγαρίζω

τσιγαρίζω ετυμολογία, τσιγαρίζω στα αγγλικά, τσιγαρίζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, τσιγαρίζω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • τσεκούρι στα λιθουανικά - kirvis, axe, mažinimas, tašyti, apkarpyti
  • τσιγάρο στα λιθουανικά - cigaretė, dirbti, cigarečių, cigaretės, cigarete, cigaretę
  • τσιγκλώ στα λιθουανικά - maišas, Ciglane
  • τσιγκουνεύομαι στα λιθουανικά - šykštauti, pašykštėti, stint, Skopoties, šykštėti
Τυχαίες λέξεις
Τσιγαρίζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: pakepinti, saute, Sauté