Φυλακισμένος στα γαλλικά
Μετάφραση: φυλακισμένος, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
captif, prisonnier, captive, détenu, prisonnière, prisonniers, détenus
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φυλακισμένος
φυλακισμένος της διπλανής πόρτας, ο φυλακισμένος, φυλακισμένος της διπλανής πόρτας θεσσαλονικη, φυλακισμένος άφησε εγκύους τέσσερις δεσμοφύλακες, ονειροκρίτης φυλακισμένος, φυλακισμένος λεξικό γλώσσας γαλλικά, φυλακισμένος στα γαλλικά
Μεταφράσεις
- φυλακή στα γαλλικά - claquemurer, geôle, écrouer, prison, emprisonner, tôle, cachot, ...
- φυλακίζω στα γαλλικά - emprisonner, écrouer, embastiller, incarcérer, claquemurer, interne, interner, ...
- φυλαχτό στα γαλλικά - amulette, talisman, de Talisman, société Talisman, un talisman
- φυλετικός στα γαλλικά - racial, tribal, tribale, tribu, tribales, tribaux
Τυχαίες λέξεις
Φυλακισμένος στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: captif, prisonnier, captive, détenu, prisonnière, prisonniers, détenus
Μεταφράσεις: captif, prisonnier, captive, détenu, prisonnière, prisonniers, détenus