Φυλακισμένος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: φυλακισμένος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
preso, cadeia, prisão, prisioneiro, prisioneira, prisioneiros, de prisioneiros
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φυλακισμένος
φυλακισμένος της διπλανής πόρτας, ο φυλακισμένος, φυλακισμένος της διπλανής πόρτας θεσσαλονικη, φυλακισμένος άφησε εγκύους τέσσερις δεσμοφύλακες, ονειροκρίτης φυλακισμένος, φυλακισμένος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, φυλακισμένος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- φυλακή στα πορτογαλικά - encarcerar, cadeia, prisão, revestimento, jaqueta, prisional, de prisão, ...
- φυλακίζω στα πορτογαλικά - aprisionar, impressão, internar, estagiário, interno, estagiário de, estagiária
- φυλαχτό στα πορτογαλικά - amuleto, talismã, figa, talisman, talismã de, talismã do
- φυλετικός στα πορτογαλικά - racial, tribal, tribais, tribal do, tribo
Τυχαίες λέξεις
Φυλακισμένος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: preso, cadeia, prisão, prisioneiro, prisioneira, prisioneiros, de prisioneiros
Μεταφράσεις: preso, cadeia, prisão, prisioneiro, prisioneira, prisioneiros, de prisioneiros