Φυλακισμένος στα ισπανικά
Μετάφραση: φυλακισμένος, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
detenido, prisionero, presidiario, recluso, preso, prisioneros, prisionera
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φυλακισμένος
φυλακισμένος της διπλανής πόρτας, ο φυλακισμένος, φυλακισμένος της διπλανής πόρτας θεσσαλονικη, φυλακισμένος άφησε εγκύους τέσσερις δεσμοφύλακες, ονειροκρίτης φυλακισμένος, φυλακισμένος λεξικό γλώσσας ισπανικά, φυλακισμένος στα ισπανικά
Μεταφράσεις
- φυλακή στα ισπανικά - prisión, bote, encarcelar, cárcel, la cárcel, la prisión, prisión de
- φυλακίζω στα ισπανικά - encarcelar, recluir, aprisionar, interno, internar, pasante, pasante de, ...
- φυλαχτό στα ισπανικά - talismán, amuleto, talisman, talismán de, el talismán
- φυλετικός στα ισπανικά - tribal, tribales, tribu, tribal de, tribal del
Τυχαίες λέξεις
Φυλακισμένος στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: detenido, prisionero, presidiario, recluso, preso, prisioneros, prisionera
Μεταφράσεις: detenido, prisionero, presidiario, recluso, preso, prisioneros, prisionera