Φυλακισμένος στα λιθουανικά
Μετάφραση: φυλακισμένος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kalinys, belaisvis, kalinio, kaliniui, kaliniu
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φυλακισμένος
φυλακισμένος της διπλανής πόρτας, ο φυλακισμένος, φυλακισμένος της διπλανής πόρτας θεσσαλονικη, φυλακισμένος άφησε εγκύους τέσσερις δεσμοφύλακες, ονειροκρίτης φυλακισμένος, φυλακισμένος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, φυλακισμένος στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- φυλακή στα λιθουανικά - kalėjimas, kalėjimo, kalėjimų, kalėjime, laisvės atėmimo
- φυλακίζω στα λιθουανικά - stažuoti, vidaus, ir vidaus, intern, stažuotojas
- φυλαχτό στα λιθουανικά - talismanas, talismanu, talisman, Amulet
- φυλετικός στα λιθουανικά - gentinis, Tribal, genties, genčių, gentinės
Τυχαίες λέξεις
Φυλακισμένος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: kalinys, belaisvis, kalinio, kaliniui, kaliniu
Μεταφράσεις: kalinys, belaisvis, kalinio, kaliniui, kaliniu