Φυλακισμένος στα ολλανδικά
Μετάφραση: φυλακισμένος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gedetineerde, gevangene, gevangen, gevangenen, gevangenis
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φυλακισμένος
φυλακισμένος της διπλανής πόρτας, ο φυλακισμένος, φυλακισμένος της διπλανής πόρτας θεσσαλονικη, φυλακισμένος άφησε εγκύους τέσσερις δεσμοφύλακες, ονειροκρίτης φυλακισμένος, φυλακισμένος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, φυλακισμένος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- φυλακή στα ολλανδικά - kerker, nor, gevangenis
- φυλακίζω στα ολλανδικά - opsluiten, intern, interneren, stagiair, stagiaire, interne
- φυλαχτό στα ολλανδικά - amulet, talisman, van Talisman, amulet van
- φυλετικός στα ολλανδικά - stam-, stammen, tribal, tribale, stam
Τυχαίες λέξεις
Φυλακισμένος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: gedetineerde, gevangene, gevangen, gevangenen, gevangenis
Μεταφράσεις: gedetineerde, gevangene, gevangen, gevangenen, gevangenis