Φυλακισμένος στα ιταλικά

Μετάφραση: φυλακισμένος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
prigioniero, detenuto, carcerato, prigioniera, prigionieri
Φυλακισμένος στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: φυλακισμένος

φυλακισμένος της διπλανής πόρτας, ο φυλακισμένος, φυλακισμένος της διπλανής πόρτας θεσσαλονικη, φυλακισμένος άφησε εγκύους τέσσερις δεσμοφύλακες, ονειροκρίτης φυλακισμένος, φυλακισμένος λεξικό γλώσσας ιταλικά, φυλακισμένος στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • φυλακή στα ιταλικά - prigione, galera, imprigionare, carcere, prigione di, della prigione, carcere di
  • φυλακίζω στα ιταλικά - imprigionare, carcerare, interno, internare, stagista, intern, tirocinante
  • φυλαχτό στα ιταλικά - amuleto, talismano, talisman, il talismano, talismani
  • φυλετικός στα ιταλικά - tribal, tribale, tribali, tribù
Τυχαίες λέξεις
Φυλακισμένος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: prigioniero, detenuto, carcerato, prigioniera, prigionieri