Φυλακισμένος στα εσθονικά
Μετάφραση: φυλακισμένος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vang, vangi, kinnipeetava, kinnipeetav, kinnipeetavale
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φυλακισμένος
φυλακισμένος της διπλανής πόρτας, ο φυλακισμένος, φυλακισμένος της διπλανής πόρτας θεσσαλονικη, φυλακισμένος άφησε εγκύους τέσσερις δεσμοφύλακες, ονειροκρίτης φυλακισμένος, φυλακισμένος λεξικό γλώσσας εσθονικά, φυλακισμένος στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- φυλακή στα εσθονικά - arestimaja, vangla, vanglas, vanglast, vanglasse, vangi
- φυλακίζω στα εσθονικά - vangistama, intern, siseturg, ja siseturg
- φυλαχτό στα εσθονικά - amulett, talisman, talismani, kasutab Talisman, talismanina
- φυλετικός στα εσθονικά - rassiline, hõimu-, tribal, hõimude, hõimu, hõimudevaheliste
Τυχαίες λέξεις
Φυλακισμένος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: vang, vangi, kinnipeetava, kinnipeetav, kinnipeetavale
Μεταφράσεις: vang, vangi, kinnipeetava, kinnipeetav, kinnipeetavale